ονυχάρθρωτος

ονυχάρθρωτος
-η, -ο
φρ. «ονυχάρθρωτη άγκυρα»
ναυτ. άγκυρα τής οποίας οι βραχίονες είναι συνδεδεμένοι με αυτήν και κινούνται γύρω από άξονα υπό ορισμένη γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όνυχας (Ι) + αρθρωτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”